υπενδύω

υπενδύω
μετ. подшивать подкладку (под что-л.); ставить на подкладку (что-л.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "υπενδύω" в других словарях:

  • υπενδύω — ὑπενδύω ΝΜΑ [ἐνδύω] ντύνω εσωτερικά νεοελλ. επενδύω εσωτερικά, φοδράρω μσν. αρχ. ντύνω από μέσα, φορώ εσωτερικά, ντύνω από κάτω (α. «ὑπενέδυσ ἐρραμέν αὑτήν», Άλεξ. β. «ὑπενδεδυμένοι χιτῶνας», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • υπένδυση — η / ὑπένδυσις, ύσεως, ΝΜ [ὑπενδύω] νεοελλ. εσωτερική επένδυση μσν. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υπενδύω …   Dictionary of Greek

  • υπένδυμα — ύματος, τὸ, Α [ὑπενδύω] εσωτερικό ένδυμα …   Dictionary of Greek

  • υπενδύτης — ο / ὑπενδύτης, ΝΑ [ὑπενδύω] εσωτερικό ένδυμα, εσώρρουχο νεοελλ. 1. γιλέκο 2. βοτ. η επιδερμίδα που καλύπτει τα σποριάγγεια τών πτερίδων και τὰ προφυλάσσει από τις καιρικές επιδράσεις …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»